ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΜΙΑ
Λίγα Λόγια για την Ταινία
«Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγγάνους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους εβραίους δεν αντέδρασα.
Δεν ήμουν εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει».
(Πάστορας Martin Niemöller)
Το καλοκαίρι του 2010 η Γαλλία, αποφάσισε να διώξει μαζικά τους τσιγγάνους από το έδαφός της. Βούλγαροι και Ρουμάνοι πολίτες, με Ρομά καταγωγή, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία και να επιστρέψουν στη χώρα τους. Οι καταυλισμοί των Ρομά κατονομάστηκαν «πηγή παράνομου τράφικινγκ, σοκαριστικών συνθηκών διαβίωσης, και εκμετάλλευσης παιδιών στην επαιτεία, την πορνεία και το έγκλημα». Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί κάλεσε επείγον υπουργικό συμβούλιο, και έδωσε το έναυσμα για το ανθρωποκυνηγητό.
«Είναι ντροπή! Προσωπικά, έχω συγκλονιστεί από μια κατάσταση που έδωσε την εντύπωση ότι οι άνθρωποι εκδιώχθηκαν από ένα κράτος – μέλος της Ε.Ε. απλώς και μόνο επειδή ανήκουν σε μια εθνική μειονότητα. Αυτή είναι μια κατάσταση που σκεφτόμουν ότι η Ευρώπη δε θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ξανά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!», δήλωσε τότε η Ευρωπαία Επίτροπος για τη Δικαιοσύνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Βίβιαν Ρέντινγκ, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων σε διπλωματικό επίπεδο στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ντιάνα και ο Γκάμπριελ είδαν το καταυλισμό τους να καταστρέφεται και μαζί το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Είχαν φτάσει στη Γαλλία το 2009, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα δύο τους παιδιά. «Φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα, φτιάξαμε μια καλύβα από ξύλο. Εκεί προσπαθήσαμε να νοικοκυρευτούμε, να επιβιώσουμε, να αρχίσουμε ένα μικρό μέλλον», θυμάται η Ντιάνα. «Οι συνθήκες ήταν δύσκολες, αλλά στη Ρουμανία ούτως ή άλλως δεν είχαμε ζωή».
Ο Γκάμπριελ έκανε δουλειές του ποδαριού, η Ντιάνα καθάριζε σπίτια, οργανώσεις τους βοηθούσαν με το φαγητό, μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο, μπορούσαν να ζήσουν. Ένα πρωινό όμως αστυνομικοί περικύκλωσαν τον καταυλισμό, τους έβγαλαν με φωνές όλους έξω και οι μπουλντόζες άρχισαν να κατεδαφίζουν τα πρόχειρα σπίτια τους. Μέσα σε λίγες ώρες βρέθηκαν και πάλι πίσω στη Ρουμανία. Χωρίς δουλειά "γιατί κανείς δεν δίνει δουλειά σε ένα τσιγγάνο", χωρίς κοινωνική μέριμνα, χωρίς τίποτα. «Το μέλλον στη Ρουμανία είναι καταστροφή», λέει απεγνωσμένος ο Γκάμπριελ. «Τίποτα άλλο δε μπορώ να δω, έκτος από την καταδίκη μου σε θάνατο. Θα περιμένουμε τη στιγμή που θα εμφανιστεί μια ευκαιρία και το συντομότερο δυνατόν θα εξατμιστούμε από τη χώρα. Να φύγουμε, αυτό θέλουμε. Οπουδήποτε, αλλά όχι εδώ».
Η Ρουμανία είναι η χώρα με τους περισσότερους Ρομά στην Ευρώπη. Το γιατί θα πρέπει να αναζητηθεί στον Μεσαίωνα. Όταν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης οι τσιγγάνοι καίγονταν στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης ή ήταν θηράματα για το κυνηγητικό χόμπι των ευγενών, στη Ρουμανία δεν τους σκότωναν, αλλά προτίμησαν να τους εκμεταλλευτούν. Τους έκαναν σκλάβους, τους πουλούσαν και τους αγόραζαν στα σκλαβοπάζαρα. Ήταν μια σκλαβιά που κράτησε 500 χρόνια, πολύ περισσότερο δηλαδή απ' αυτή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, και η οποία άφησε βαθιά τα ίχνη της στον τρόπο με τον οποίο οι Ρομά ακόμα και σήμερα βλέπουν τον εαυτό τους και στον τρόπο με τον οποίο οι Ρουμάνοι βλέπουν τους Ρομά. «Δεν θέλουν να δουλέψουν και είναι πάρα πολύ κακοί. Δεν πλένονται, είναι πάρα πολύ βρώμικοι. Βάζουν γουρούνια στα σπίτια και άλλα ζώα, δεν θέλουν να είναι πολιτισμένοι», είναι η επικρατούσα άποψη για τους τσιγγάνους στη Ρουμανία, όπως την μετέφερε εύγλωττα μια καθωσπρέπει ηλικιωμένη κυρία. Και αυτό η Έλενα Καλίν, κάτοικος στο Μπαρμπουλέστι, ένα χωριό Ρομά, περίπου 1 ώρα έξω από το Βουκουρέστι, το ξέρει πάρα πολύ καλά: «Στη Ρουμανία, μισούν τη φυλή, είναι ρατσιστές. Όπου πας να προσληφθείς σου κλείνουν την πόρτα στα μούτρα, επειδή είσαι τσιγγάνος». Εδώ οι δρόμοι δεν έχουν άσφαλτο αλλά λακκούβες και λάσπες, τα σπίτια δεν έχουν τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό και το σχολείο είναι σα φυλακή. «Στη Ρουμανία δεν είναι να ζει κανείς. Πάμε στους ξένους γιατί εκεί, ακόμα και αν μισούν τη φυλή, εκεί μας βοηθούν, τεντώνουμε το χέρι και μας δίνουν. 1 ευρώ, 2 ευρώ, για εμάς στη Ρουμανία έχουν αξία. Μας ρωτάνε, γιατί ήρθες εδώ; Ήρθα, γιατί στη Ρουμανία δεν υπάρχει φαγητό, δεν υπάρχει δουλειά. Τι άλλο μπορώ να κάνω;».
Οι Τσιγγάνοι ήταν ανέκαθεν ο "οικείος" ξένος. Ένας λαός, από τους πιο παλιούς λαούς της ευρωπαϊκής ηπείρου, που όμως πάντα περίσσευε και ζούσε κυριολεκτικά ή μεταφορικά εκτός των τειχών. Που κουβαλούσε στην πλάτη του όλους τους φόβους μας, αλλά και το ρομαντικά μας στερεότυπα: Από τη μια ο τσιγγάνος που κλέβει, που κάνει μάγια και ξεγελά, και από την άλλη ο ατίθασος ταξιδευτής, που παίζει μουσική και χορεύει ανέμελος, στο φως του φεγγαριού. « Κανένας λαός δεν θα είχε επιβιώσει των διώξεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη, η Ιερά Εξέταση, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, φυσικά το Ολοκαύτωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, τα κομμουνιστικά καθεστώτα, ο σύγχρονος καπιταλισμός... Κανένας λαός», επισημαίνει με θαυμασμό η ιστορικός Ενριέτ Ασσέο.
Σήμερα, οι τσιγγάνοι στοχοποιούνται και πάλι ως εχθρός. Με τα ακροδεξιά ρεύματα σε άνοδο σε όλη την Ευρώπη, οι Ρομά γίνονται θύματα βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων και ξενοφοβικών πολιτικών, με έμφαση στην «ασφάλεια». Το είδαμε αυτό το καλοκαίρι στη Γαλλία, νωρίτερα στην Ιταλία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία…
«Βρισκόμαστε εξαιτίας των κερδοσκόπων και των τραπεζιτών σε μια κατάσταση κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης», σημείωνει ο Λορέν Ελ-Γκόζι, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Οργανώσεων υπέρ των Ρομά στη Γαλλία. «Οπότε το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών δυστυχώς αναδιπλώνεται και απέναντι στις δυσκολίες στοχοποιεί τον ξένο. Τον φτωχό ξένο, τον διαφορετικό ξένο. Σ’ αυτή την ενοχλητική ιδεολογία προφανώς ο Ρομά είναι ο τέλειος αποδιοπομπαίος τράγος!».
Και ο Ρουμάνος δημοσιογράφος Μίρσεα Τόμα, συμπληρώνει: «Μας αρέσει να μιλάμε για μια σύγχρονη Ευρώπη, αλλά με όρους νοοτροπίας δεν είμαστε τόσο μοντέρνοι, είμαστε ακόμα στο Μεσαίωνα!».