Δ.Ν.Τ. και ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ
Η ευημερία των αριθμών
«Τα χρέη κοινωνικοποιούνται, ενώ τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται.
Το χρήμα είναι πιο ελεύθερο από τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι είναι δέσμιοι των πραγμάτων».
Εδουάρδο Γαλεάνο
Αν οι μακροοικονομικοί δείκτες λένε την αλήθεια, τότε η Γουατεμάλα είναι μια χώρα που καλπάζει προς την ευημερία. Με πληθυσμό και έκταση περίπου όσο και η Ελλάδα, η Γουατεμάλα είναι στα χαρτιά μια από τις πιο σταθερές και αναπτυσσόμενες οικονομίες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Ο πληθωρισμός της είναι ελάχιστος, η νομισματική της ισοτιμία συνεχώς σταθερή, η ανεργία βρίσκεται κάτω απ’ το 3% και οι εξαγωγές της ανθίζουν.
Είναι η 4η χώρα στον κόσμο σε εξαγωγές ζάχαρης, ενώ στις πρώτες θέσεις βρίσκονται και οι εξαγωγές μπανάνας και καφέ. Η χώρα εξάγει επίσης φρέσκα λαχανικά, γαλακτοκομικά στην Ευρώπη, κρέας, γαρίδες, καουτσούκ, ηλιακή ενέργεια και βιοκαύσιμα. Μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου βρίσκονται στην περιοχή Πετέν, όλα εκμεταλλεύσιμα από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος παράγει το 85% του Α.Ε.Π. της Γουατεμάλα.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Δ.Ν.Τ., Φερνάντο Ντελγάδο: «Η Γουατεμάλα έχει κάνει ρεκόρ. Παρουσιάζει ένα ιστορικό συμμόρφωσης και εκπλήρωσης υποχρεώσεων ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Έχει επιδείξει αξιέπαινη φορολογική πολιτική και έχει επιτύχει σε όλα τα επίπεδα με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο!». Από το 1981, η Γουατεμάλα μαζί με τον Παναμά, εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στην ανάπτυξη στην Κ. Αμερική (1,3%). Μάλιστα, τα τελευταία εφτά χρόνια, ο μέσος όρος της οικονομικής ανάπτυξης της Γουατεμάλα φτάνει το 4%, ένα εντυπωσιακό ποσοστό που θα ζήλευαν πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
Από το 1981 είχαν ξεκινήσει ανεπίσημα και οι σχέσεις της Γουατεμάλα με το Δ.Ν.Τ., όταν η δικτατορική κυβέρνηση του Romeo Lucas Garcia υπέγραψε το Σύμφωνο Οικονομικής Σταθερότητας. Το 1984, η αιμοσταγής δικτατορία προχωρά επίσημα σε συμφωνία με το Δ.Ν.Τ., ξεκινώντας μια άγρια οικονομική πολιτική, η οποία συνεχίστηκε από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις, στρατιωτικές ή δημοκρατικές. Μέσα σε σκάνδαλα διαφθοράς για τα οποία ποτέ κανείς δεν τιμωρήθηκε, οι κρατικές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν, οι φυσικοί πόροι πουλήθηκαν σε ξένες πολυεθνικές, το κράτος συρρικνώθηκε, οι μισθοί και τα εργασιακά δικαιώματα περικόπηκαν.
Για ένα διάστημα, οι κάτοικοι της Γουατεμάλα είχαν αρχίσει και πάλι να κάνουν όνειρα για μια καλύτερη ζωή, τον Ιανουάριο του 1986. Ο νεοεκλεγείς χριστιανοδημοκράτης Πρόεδρος Vinicio Cerezo είχε υποσχεθεί στην προεκλογική του εκστρατεία ότι «θα βάλει τάξη στο σπίτι» και ότι θα εκπληρώσει το χρέος του προς τις ασθενέστερες κοινωνικά τάξεις που ζουν στην εξαθλίωση.
Οι Χριστιανοδημοκράτες όμως, εγκαθίδρυσαν τη συνεχή εξάρτηση της χώρας από Διεθνείς Χρηματοπιστωτικούς Οργανισμούς και κυρίως από το Δ.Ν.Τ., ενώ δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους και εφάρμοσαν μια πολιτική αυστηρής νομισματικής λιτότητας, η οποία «τιμώρησε σκληρά» τη μεσαία και τη χαμηλή κοινωνικά τάξη, δηλ. το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των εξαγωγών, με σκοπό την νομισματική σταθερότητα, τον έλεγχο του πληθωρισμού και τη μείωση του ελλείμματος. Παράλληλα, σημειώθηκε αύξηση των τιμών και δραματική μείωση των μισθών και των επιδομάτων. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πρώτη εταιρεία που ιδιωτικοποιήθηκε ήταν η Aerolineas de Guatemala(AVIATECA), που αμέσως το επόμενο έτος παρουσίασε σημαντικότατο πλεόνασμα.
Το 1991 Πρόεδρος της κυβέρνησης αναλαμβάνει, ο Jorge Serrano Elías, ο οποίος κατά την ομιλία ανάληψης της εξουσίας υπόσχεται να «δώσει μια γρήγορη θεραπεία στα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία της Γουατεμάλα». Ανήγγειλε ότι κύριος στόχος της Κυβέρνησης ήταν μια οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα είχε κοινωνικά αποτελέσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Θα επιδίωκε τη νομισματική σταθερότητα, την τόνωση των μισθών και θα διευκόλυνε την πρόσβαση στη γη και την ιδιοκτησία για τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες της κοινωνίας, δια μέσου ενός προγράμματος πιστώσεων από ιδιωτικές τράπεζες.
Και πάλι οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Ο Serrano και τα κυβερνητικά στελέχη του άρχισαν να εφαρμόζουν αντιλαϊκές και φιλοεπιχειρηματικές οικονομικές πολιτικές, όπως μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, απελευθέρωση των τιμών και μείωση δημοσίων δαπανών. Ψαλιδίστηκαν τα εργατικά δικαιώματα για αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, ενώ η οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό προωθήθηκε στον τομέα των Επιχειρήσεων. Οι συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις υποστήριξαν ότι τα μέτρα που πάρθηκαν είναι μακροοικονομικά και ευνοούν καθαρά τους επιχειρηματίες, ενώ ο λαός βουλιάζει όλο και περισσότερο στη μιζέρια. Την ίδια περίοδο, οι τιμές των βασικών τροφίμων εκτινάχτηκαν στα ύψη.
Το Α.Ε.Π., στις αρχές της δεκαετίας του ’90 παρουσίασε μικρή αύξηση, όμως το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. ήταν σχεδόν…τίποτα! (1992: Γενικό Α.Ε.Π.: 3,552, Α.Ε.Π. ανά κάτοικο: 0,1). Το εξωτερικό χρέος που το 1981 ήταν 1,3 δις δολ., δέκα χρόνια μετά, και παρά το ότι η χώρα ακολουθούσε την πολιτική του Δ.Ν.Τ., έφτασε τα 2,9 δις δολ.! Ο Πρόεδρος Serrano αναγκάζεται να παραιτηθεί μετά από ένα μεγάλο κύμα διαδηλώσεων, διαμαρτυριών και καταστολής. Αναλαμβάνει ο Ramiro de Leon Carpio, Πρόεδρος υπηρεσιακής κυβέρνησης, ο οποίος με την προτροπή του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογράφει νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Όλα αυτά τα χρόνια, ήδη από την ανατροπή της κυβέρνησης του μεταρρυθμιστή Προέδρου Jacobo Arbenz το 1960, κατόπιν πραξικοπήματος οργανωμένου από τις Η.Π.Α., η χώρα μαστίζεται από έναν 36ετή εμφύλιο πόλεμο. Αμέσως μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, το 1996, υπογράφεται η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (Tratado de Libre Comercio), η οποία έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών βασικών αγαθών, ενώ παράλληλα ακριβαίνει και ο σπόρος για τους μικροκαλλιεργητές. Ιδιωτικοπιούνται οι φυσικοί πόροι της χώρας και δημιουργούνται μεταλλεία που καταστρέφουν τα δάση και μολύνουν τη γη και το νερό. Υπογράφεται ακόμα η Συμφωνία Plan Puebla-Panamá, σύμφωνα με την οποία κατασκευάζονται δρόμοι και γέφυρες για την μεταφορά πρώτων υλών και προϊόντων προς τις ΗΠΑ. Κατασκευάζονται επίσης υδροηλεκτρικά εργοστάσια σε όλη την Κ. Αμερική, που πλημμυρίζουν τη λιγοστή γη των φτωχών μικροκαλλιεργητών.
Το 2008, δια μέσω υποσχέσεων προς τη φτωχή πλειοψηφία, κερδίζει τις εκλογές ο σοσιαλοδημοκράτης Álvaro Colom, του Κόμματος της Εθνικής Ενότητας για την Ελπίδα (UNE), ο οποίος συνεχίζει να κυβερνά τη χώρα μέχρι σήμερα.
Τα 3 χρόνια της μέχρι τώρα διακυβέρνησής του, οι τιμές των βασικών τροφίμων παρουσίασαν αύξηση κατά 83%, ενώ δεν υπήρξε καμία αύξηση στους μισθούς. Το Αγροτικό Επιμελητήριο και ο επιχειρηματικός τομέας πέτυχαν το πάγωμα των μισθών, την εφαρμογή μερικής απασχόλησης και ελαστικοποίηση της εργασίας, αλλά και τη μείωση των μισθών των γυναικών. Και πάλι, τίποτα δεν άλλαξε για το φτωχότερο πληθυσμό, παρά μόνο προς το χειρότερο.